Στην ελληνική μυθολογία ο Τυφών, ήταν γιος της Γαίας και του Ταρτάρου και σύντροφος της Έχιδνας. Ηταν τέρας με μορφή ανθρώπινη και άγριου θηρίου. Είχε 100 κεφάλια και γλώσσες και φωτιά εκτοξευόταν από τα μάτια του. Όταν ο Τυφώνας μεγάλωσε, ανέβηκε στον Όλυμπο για να εκδικηθεί τους θεούς για τον αποδεκατισμό των Γιγάντων. Οι θεοί για να γλυτώσουν κατέφυγαν στην Αίγυπτο, όπου κρύφτηκαν μεταμορφωμένοι σε ζώα. ΗΑθηνά βρήκε το θάρρος να αντισταθεί και γι’ αυτό κατηγόρησε τον Δία που είχε μεταμορφωθεί σε κριό ότι δείλιασε μπροστά στον κίνδυνο.
Ο Δίας βρήκε και πάλι το θάρρος του και αποφάσισε να αντιμετωπίσει τον Τυφώνα. Του επιτέθηκε και τον χτυπούσε με κεραυνούς τρέποντάς τον σε φυγή και καταδιώκοντάς τον μέχρι το Κάσιον όρος (σ.σ.σ σημερινή Συρία). Εκεί έγινε μεγάλη μάχη, κατά την οποία αρχικά υπερίσχυσε ο Τυφώνας. Με τα εκατό του σώματα περικύκλωσε τον Δία και τον ακινητοποίησε. Αφαίρεσε από τον δεμένο Δία τους κεραυνούς και του έκοψε όλους τους τένοντες των χεριών και των ποδιών του Δία.
Μετά τη νίκη του, ο Τυφώνας παρέδωσε τα πάντα στον αδελφό του τον Πύθωνα να φυλάει τον αιχμάλωτο και ανήμπορο πλέον Δία μέσα στην σπηλιά του, στο Κωρύκειο Άντρο. Εκεί εισέβαλαν κρυφά ο Ερμής και ο Πάνας, έκλεψαν τους κομμένους τένοντες και απελευθέρωσαν τον Δία.
Ο Δίας, αφού εφοδιάστηκε από τον Όλυμπο με καινούριους κεραυνούς, ξανά ανέκτησε τη δύναμή του. Πήγε στο μυθολογικό όρος Νύσσα, όπου, εφαρμόζοντας την συμβουλή των τριών Μοιρών, τράφηκε με κοινά φρούτα που έτρωγαν οι άνθρωποι και μετά πήγε στο όρος Αίμος της Θράκης για να αντιμετωπίσει τον αντίπαλό του.
Εκεί έγινε νέα μάχη, όπου ο Τυφώνας πάλι πετροβόλησε τον Δία με τεράστιους όγκους βουνών, αλλά αυτός, κυνηγώντας τον, τον κατακεραύνωσε. Τέλος, ο Τυφών κατέφυγε στη Σικελία, όπου ο Δίας τον κεραυνοβόλησε πολλές φορές και του πέταξε το όρος Αίτνα, τον καταπλάκωσε και τον έκλεισε στα έγκατα της γης.