Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 1955. Θεομηνία πλήττει τον Βόλο με απολογισμό 27 νεκρούς και 23 τραυματίες. Ο Βόλος μεταβλήθηκε σε υγρό τάφο. Υλικές ζημιές ανυπολόγιστες, δεκάδες οικίες εξαφανίστηκαν και εκατοντάδες άλλες πλημμύρισαν. Η Μαγνησία ζούσε σκηνές και στιγμές αλλοφροσύνης.
Τότε συνολικά 18 δρόμοι μετατράπηκαν σε χειμάρρους, διεκόπη για δύο ώρες η κυκλοφορία στην πόλη, 70 παραπήγματα και σκηνές ανθρώπων που ζούσαν εκεί μέσα μετά την πληγή του μεγάλου σεισμού του ’55 λίγους μόλις μήνες πριν.
Τα πτώματα, βρέφη στην πλειοψηφία τους, επέπλεαν στη θάλασσα και ξεβράζονταν το ένα μετά το άλλο. Τότε ήταν που ο τερματοφύλακας του Ολυμπιακού Βόλου Τσιγαρίδας, δεμένος από ένα δέντρο με σκοινί στον Άναυρο έπιασε περισσότερους από 20 ανθρώπους που θα τους παράσερνε η ορμή των χειμάρρων.
Η τραγωδία ήταν απροσδόκητης και ασύλληπτης έκτασης. Ο Βόλος χάθηκε κάτω από τα νερά των έντονων βροχοπτώσεων από τη νύχτα της Τετάρτης μέχρι και το μεσημέρι της Πέμπτης, όπου και η βροχή μετατράπηκε σε σφοδρή καταιγίδα.
Οικοδομές και σπίτια κατέρρευσαν εν ριπή οφθαλμού, δέκα στον αριθμό, ξεριζώθηκαν δέντρα, αυτοκίνητα καταπλακώθηκαν από νερά και λάσπες και πτώματα μικρών παιδιών ανασύρονταν γεμάτα λάσπες και γυμνά από το μένος του καιρού.
Το φρικιαστικό θέμα ήταν άνευ προηγουμένου.
Ο κρότος των καταρρεύσεων μαζί με τον βρυχηθμό των κυλιόμενων υδάτων και τις κραυγές των γυναικόπαιδων που ζητούσαν βοήθεια συνέθεταν μια εικόνα δαντικής κολάσεως. Οι υλικές ζημιές ήταν βαρύτατες. Ο Βόλος είχε δεχθεί το τελειωτικό χτύπημα.
«Το παιδί ήταν αγνώριστο. Φορούσε τη νυχτικιά του. Το κακό το βρήκε όπως φαίνεται στο κρεβατάκι του. Είχε σπασμένο το δεξιό χεράκι του από τον ώμο σχεδόν και τα ματάκια του και το στόμα του ήσαν φραγμένα με λάσπη», γράφει ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ την Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 1955.